- πάντη
- πάντῃ, δωρ. τ. παντᾷ και σε πάπ. παντεῑ, αιολ. τ. πάντᾳ, ΝΑνεοελλ.ναυτικό παράγγελμα κατά την εκτέλεση τού οποίου οι ναύτες αφήνουν ελεύθερο ό,τι κρατούσαν με τα χέρια τους, κν. μπάντου ή αμπάντααρχ.1. προς κάθε κατεύθυνση, σε όλα τα μέρη, παντού («τῷ λύχνῳ πάντῃ διασκοπῶμεν», Αριστοφ.)2. καθ' ολοκληρίαν, παντελώς, εντελώς3. (με άρνηση) οὐ πάντῃόχι εντελώς.[ΕΤΥΜΟΛ. < πᾶς, παντός + επιρρμ. κατάλ. -ῃ (πρβλ. απάντ-ή)].
Dictionary of Greek. 2013.